5.5.10

Barton Fink - Αδερφοί Κοέν

Πολιτική κριτική στο Hollywood και υπαρξιακή αυτοκριτική των Κόεν

«Ο κινηματογράφος του δημιουργού (Cine d’auteur)», όπως αναφέρεται στη θεωρία του κινηματογράφου, είναι ο κινηματογράφος (οι ταινίες) στον οποίο ο σκηνοθέτης έχει τον πλήρη έλεγχο του έργου, γράφει ή συμμετέχει ο ίδιος στη συγγραφή του σεναρίου, ώστε τελικά η ταινία του να αποτελεί αντανάκλαση της δικής του αντίληψης για τον κόσμο. Μάλιστα, στον επίσημο γαλλικό όρο auteur σημαίνει συγγραφέας. Φεύγουμε έτσι από την αντίληψη που θέλει τον σκηνοθέτη απλώς διευθυντή (director κατά τους Αμερικάνους) των ηθοποιών και της ταινίας ή “πραγματοποιό” (realisateur κατά τους Γάλλους) ενός σεναρίου και περνάμε στην αντίληψη ότι αν θέλουμε τα κινηματογραφικά έργα να είναι έργα τέχνης, πρέπει να αποτυπώνουν τις ιδέες και τα συναισθήματα του δημιουργού τους. Διάσημα παραδείγματα αυτού του κινηματογράφου είναι: Τσάρλι Τσάπλιν, Άλφρεντ Χίτσκοκ, Ζαν Ρενουάρ, Όρσον Ουέλς, Στάνλει Κιούμπρικ, Αντρέι Ταρκόφσκι, Ντέιβιντ Λύντς κ.α. μεγάλοι σκηνοθέτες.
Από νομικής πλευράς, στον κινηματογράφο του δημιουργού, ο δημιουργός είναι κι ο βασικός «πνευματικός» ιδιοκτήτης του έργου, αυτός δηλαδή που έχει το μεγαλύτερο έλεγχο όσον αφορά τα πνευματικά δικαιώματα της ταινίας και την εκμετάλλευσή του έργου του. Και εδώ έρχεται η σύγκρουση με τη λογική του Hollywood ως παραγωγού κινηματογράφου, όπου ο παραγωγός (περισσότερο επενδυτής επί της ουσίας παρά παραγωγός) έχει τον έλεγχο του παραγόμενου έργου, επιλέγει και καθοδηγεί σενάρια που θεωρεί ότι θα φέρουν κόσμο ώστε να έχει σίγουρο οικονομικό κέρδος, και επιλέγει διευθυντές (directors) για την υλοποίησή τους, χωρίς να θέλει πόσο μάλλον να απαιτεί από τους δημιουργούς να εκφράζεται στην ταινία η αντίληψή τους για τον κόσμο. Εννοείται ότι το έργο καταλήγει να είναι πνευματική ιδιοκτησία της παραγωγού εταιρείας, που έχει και τον απόλυτο έλεγχο στην εκμετάλλευσή του.
Σ’αυτήν την κόλαση, όπως θα μπορούσε να παρομοιαστεί το Hollywood, εισέρχεται ο εβραίος καλλιτέχνης Barton Fink στην ομώνυμη ταινία των Κόεν, εν έτει 1941(!), όταν του γίνεται πρόταση να γράψει σενάριο για κινηματογράφο, μετά από ένα επιτυχημένο θεατρικό του έργο. Ο ίδιος όμως έχει ένα δικό του όραμα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, που δε χωράει στα καλούπια αυτά: τέχνη για τον «ανθρωπάκο» (common man) που όλοι είμαστε ή βλέπουμε παντού γύρω μας. Για τα δικά του προβλήματα, τα υπαρκτά: τη φτώχεια, την καταπίεση, την ασημαντότητά του... Τέχνη
για το λαό. Όχι τέχνη που συγκινεί ή ψυχαγωγεί απλά το λαό, με ιστορίες πολύ μακρινές και ουτοπικές προς αυτόν. Ήδη βλέπουμε μια μεγάλη αντίφαση που θα ταλαιπωρήσει τον ήρωα:τι σχέση έχει αυτό το όραμα με τα συμφέροντα του Hollywood; Τι σχέση έχει η ανάγκη ενός καλλιτέχνη να εκφράσει την αντίληψή του με την ανάγκη του κεφαλαίου να πολλαπλασιαστεί;
Σ’αυτήν την αντίφαση προστίθεται και ένα περισσότερο εσωτερικό αδιέξοδο του ανθρώπου που αυτοπροσδιορίζεται ή τιτλοφορείται ως “καλλιτέχνης”: η αδυναμία του να παραμερίσει το “εγώ” του και τον αφ’υψηλού ιδεαλισμό του προκειμένου να δει την πραγματικότητα κατάματα. Ότι δηλαδή ο “ανθρωπάκος” για τον οποίο τόσο θέλει να μιλήσει και βρίσκεται ακριβώς μπροστά του (και στη διπλανή πόρτα...), δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον θέμα για να κάτσει να γράψει έργο, ούτε έχει και κανένα σπουδαίο βάθος η αντίληψή του, ούτε μπορεί να επαληθεύσει την εξιδανικευμένη εικόνα του “ανθρωπάκου” που φαντάζεται ο ίδιος ως ήρωα του έργου του. Απεναντίας, μαζί με τα βάσανα του, τις ελπίδες και τα όνειρά του, ο λαός κουβαλάει και τη μιζέρια του, την αγανάκτησή του και ένα απροδιορίστου κατεύθυνσης μίσος. Μπορεί να είναι μορφωμένος και συνειδητοποιημένος, μπορεί όμως να είναι και αγράμματος και ελάχιστα σκεπτόμενος. Είναι ικανός και για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ο “ανθρωπάκος” του λαού είναι ένας εν δυνάμει επαναστάτης που θα εξεγερθεί ενάντια στους εκμεταλλευτές του και την ίδια στιγμή ένας εκκολαπτόμενος φασίστας που θα ακολουθήσει όποιον του παρουσιαστεί ως Σωτήρας.
Αυτές οι αντιφάσεις εγκλωβίζουν τον ήρωα σε μια σχιζοφρενή κατάσταση όπου δεν μπορεί να δημιουργήσει και οι παραισθήσεις του συναντούν το μαύρο χιούμορ, το σουρρεαλισμό και την νουάρ ατμόσφαιρα που χρησιμοποιούν οι Κόεν, δίνοντας ένα πραγματικά σπουδαίο έργο τέχνης. Δε σταματούν το σαρκασμό τους στην κόλαση των Hollywood-ιανών παραγωγών, συνεχίζουν και στους ελιτιστές καλλιτέχνες, που αποστασιοποιημένοι από τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου, αυτοκαταστρέφονται και αλλοτριώνονται. Χρησιμοποιούν πολλούς σουρρεαλιστικούς συμβολισμούς της παγκόσμιας κατάστασης του ’41, με αναφορές στην άνοδο του φασισμού, στον αντισημιτισμό, στη συντηρητικοποίηση της Αμερικής, στο ναρκισσισμό των “καλλιτεχνών” κ.α. και δημιουργούν ένα κινηματογραφικό κλίμα εντελώς αντίστοιχο της “σκοτεινής” εποχής, των υπαρξιακών αδιεξόδων του ήρωα.
Και είναι σχεδόν αν όχι τελείως ξεκάθαρη η αυτοαναφορά και ο αυτοσαρκασμός τους: δύο Εβραίοι κινηματογραφιστές, που τους ανοίχτηκε η πόρτα του Ηοllywood μετά την επιτυχία του Blood Simple (1984) και έκτοτε φτιάχνουν ταινίες που ποτέ δε φτάνουν στη «λαϊκή» αποδοχή που τα στούντιο ζητούν, αλλά, ανεξαρτήτως προθέσεων, προσελκύουν μόνο το «σινεφιλ» κομμάτι. Παρόλα αυτά συνεχίζουν ακάθεκτοι, καθώς η αναγνώριση της «καλλιτεχνικής» τους προσφοράς από το ομώνυμο στερέωμα είναι πολύ μεγάλη. Ίσως είναι οι μόνοι που μπορούν και επιβιώνουν μέσα σ’αυτήν την ασυμβατότητα τέχνης και Hollywood.


Χριστόφορος Θεοδώρου