14.8.13

Υπάρχουν φιλοσοφικές ταινίες; (Μέρος 2ο)

  Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης, με τίτλο "Υπάρχουν φιλοσοφικές ταινίες;" και προτού επιχειρήσουμε να δείξουμε με παραδείγματα, τον τρόπο με τον οποίο ο κινηματογράφος μπορεί να φανερώσει την τάση του να σκέφτεται φιλοσοφικά, κρίνουμε σκόπιμο: 1) να μιλήσουμε για τη σχέση ανάμεσα στην (κινηματογραφική) εικόνα και τη σκέψη, και 2) να τονίσουμε την κεντρική σημασία που έχει για την δική μας προσέγγιση η έννοια της μορφής.
  Ο Rene Descartes (Ντεκάρτ) μίλησε για την διάκριση ανάμεσα στην έκταση και τη σκέψη, ή αλλιώς την ύλη και το πνεύμα, ή το σώμα και την ψυχή. Κατά τα λεγόμενά του, η σχέση μεταξύ τους είναι εξωτερική. Οτιδήποτε έχει έκταση (όπως το υλικό ανθρώπινο σώμα) δεν μπορεί να σκέφτεται. Η ψυχή είναι εκείνη που σκέφτεται, αποφασίζει, δίνει εντολές. Σώμα και ψυχή (έκταση και σκέψη) έχουν μια σχέση υπαγωγής. Το σώμα υπάγεται στην ψυχή. Η μια διατάζει, το άλλο εκτελεί.
  Με βάση αυτόν τον δυϊσμό έκτασης και σκέψης, μιλούμε συχνά για εικόνα και σκέψη στον κινηματογράφο. Οι κινηματογραφικές εικόνες προβάλλονται και εκτείνονται μπροστά στα μάτια μας και εμείς καλούμαστε να τις σκεφτούμε, να τις καταλάβουμε, να τις εξηγήσουμε, να τις βάλουμε σε μια σειρά για να βγάλουμε νόημα. Οι εικόνες εδώ νοούνται σαν επιφάνειες πληροφοριών. Ο σκηνοθέτης έχει απλώσει πληροφορίες πάνω τους και μέσα τους (την πλοκή, τους χαρακτήρες, τους διαλόγους, τα χρώματα, τις αλληγορίες, τα σύμβολα κλπ.) και εμείς καλούμαστε με τη σκέψη να οδηγηθούμε στην κατανόηση και την κρίση τους. Σε μια τέτοια λίγο-πολύ αντίληψη στηρίζεται και η γνώμη που λέει, ότι ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει με τον τρόπο του μιας ταινία (ανάλογα με τις γνώσεις του, την προπαιδεία του, την ικανότητα σύνθεσης κλπ.).
  Για να υπάρξει το έργο τέχνης πρέπει να διαχωριστεί, να παραιτηθεί από την αφηρημένη σκέψη. Όσο ο σκηνοθέτης σκέφτεται φιλοσοφικά, αλλά αφηρημένα, έννοιες όπως ο θάνατος, η επικοινωνία, η αποξένωση, ο έρωτας, η νοσταλγία, η μνήμη κλπ. μπορεί να αναπτύξει τη σκέψη του γράφοντας ένα ωραιότατο φιλοσοφικό δοκίμιο. Αν όμως αποφασίσει, ότι θέλει να γυρίσει μια ταινία για αυτά τα θέματα, δεν μπορεί να το κάνει όσο παραμένει στο επίπεδο της αφηρημένης σκέψης. Το αφηρημένο πρέπει να γίνει συγκεκριμένο, να αποκτήσει όψη, να γίνει ορατή εικόνα (μιας και ο κινηματογράφος είναι τέχνη των εικόνων). Μήπως όμως αυτό σημαίνει, ότι οι κινηματογραφικές εικόνες που ο σκηνοθέτης θα συλλάβει μέσα του (και έπειτα, με τη βοήθεια των τεχνικών μέσων του κινηματογράφου, θα προβάλλει σε εμάς εξωτερικά) έχουν παραιτηθεί από τη σκέψη;
  Καθόλου. Γιατί οι εικόνες αυτές συλλαμβάνονται από την κινηματογραφική φαντασία του δημιουργού. Και εδώ η φαντασία αποκτά προνομιακό ρόλο. Δεν είναι απλώς μια πηγή πλάνης, όπως θέλουμε να πιστεύουμε όταν την αντιπαραβάλλουμε στη νόηση αφού μόνο αυτή –η νόηση- μπορεί να κατακτήσει τη γνώση και την αλήθεια επειδή σκέφτεται, ενώ η φαντασία μπορεί απλώς «να φαντάζεται ό,τι θέλει». Η φαντασία είναι ο τόπος όπου θα συναντηθούν οι συγκεκριμένες αισθητές εικόνες που μας προσπορίζουν οι αισθήσεις, με την αφηρημένη σκέψη.
  Το συγκεκριμένο και το αφηρημένο συγκλίνουν και το αποτέλεσμα δεν θα είναι μια εικόνα τυφλή, ουδέτερη, που ζητά εξήγηση και νόημα από την σκέψη του θεατή που βλέπει την ταινία. Οι εικόνες και οι σκέψεις δεν είναι διαχωρισμένες μεταξύ τους, αλλά λιώνουν και ρέουν μαγματικά η μία μέσα στην άλλη σε ένα κοινό επίπεδο: εκείνο της ενύπαρξης και της εγκατοίκησης της σκέψης μέσα στις κινηματογραφικές εικόνες, στο επίπεδο των μορφών. Το αποτέλεσμα θα είναι μια στοχαστική μορφή, δηλαδή μια μορφή με στόχο δικό της, μια σκεπτόμενη μορφή που εκφράζει και φανερώνει το νόημά της. Δεν απαιτεί πάντα μια εκ των έξω εξήγηση και νοηματοδότηση.
  Η μορφή είναι μια επιφάνεια που πάλλεται. Δεν είναι μια ψυχρή είκόνα. Είναι σαν την επιφάνεια της θάλασσας που ηρεμεί ή φουρτουνιάζει ανάλογα με τις δυνάμεις, τα ρεύματα και τις εντάσεις που κινούνται στον βυθό της θάλασσας. Είναι σαν την επιφάνεια του προσώπου μας, που είναι βεβαια μια υλική επιφάνεια, αλλά πάλλεται - εκφράζει τις εντάσεις των συναισθημάτων και των σκέψων που γενιιούνται και κινούνται στο εσωτερικό του ανθρώπινου ψυχισμού.
  Η κινηματογραφική φαντασία και η απόβλεψη ενός δημιουργού, είναι τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να μετατρέψουν μια κινηματογραφική εικόνα, από επίπεδη επιφάνεια πληροφοριών -τις οποίες η νόηση καλείται να δικαιολογήσει, να στοιχήσει και να εντάξει στον λογικό ειρμό μιας πλοκής προκειμένου να τις καταλάβει- σε μια επιφάνεια όχι απόλυτα τεντωμένη, αλλά που σκιρτά κάτω από την πίεση μιας εσωτερικής αναγλυφικότητας, δηλαδή να τη μετατρέψει σε μια στοχαστική μορφή, που φανερώνει –εικονογραφώντας στο χώρο- ποιότητες, εντάσεις, τροπικότητες και διαθέσεις της κίνησης και της σκέψης. Η μορφή δεν είναι το τυχαίο ένδυμα ενός περιεχόμενου, αλλά φανερώνει ένα νόημα απόλυτα δικό της, το οποίο καλούμαστε όχι απλώς να καταλάβουμε, αλλά να νιώσουμε ριζικά.
  Αυτή η τελευταία πρόταση δείχνει να υπονοεί μια διάκριση ανάμεσα στο ‘καταλαβαίνω’ και το ‘νιώθω’. Τι είδους διάκριση μπορεί να είναι αυτή; Πόσο σημαντική μπορεί να είναι για τη θέαση και τη βίωση μιας κινηματογραφικής ταινίας; Πώς μπορεί να επηρεάσει την κριτική μας για μια ταινία;

Γιώργος Παυλίδης