18.10.09

Brazil - Terry Gilliam

    
    Δύο από τις εκπληκτικές δυνατότητες του κινηματογράφου είναι η δυνατότητα κατασκευής-γέννησης μιας «εικονικής» (με την έννοια ότι υπάρχει μόνο στην εικόνα) πραγματικότητας, όπως ακριβώς τη φαντάζεται ο δημιουργός της, και η παρουσίαση των ονείρων και των φαντασιώσεων με τρόπο εντελώς πραγματικό.
Οι φόβοι του Όργουελ για τη μελλοντική κρατική εξουσία και καταστολή, οι προβλέψεις του Χάξλεϋ για τη μηχανοποίηση του οργανισμού της κοινωνίας, ο κυνηγημένος από όλους ήρωας του Κάφκα, τα υποβλητικά πλάγια και χαμηλά πλάνα του Όρσον Ουέλς και ο ρομαντισμός του Σαίξπηρ, καθορίζουν και συναντούν τη σκηνοθετική ματιά του Γκίλιαμ, και το 1985 γεννιέται το Brazil.
Η πραγματικότητα που στήνει ο Γκίλιαμ δε βρίσκεται βέβαια στην εξωτική Βραζιλία. Βρισκόμαστε «κάπου στον 20ο αιώνα», όπως μας πληροφορεί η ταινία μόλις αρχίζει, και αποδεικνύεται αμέσως ότι ο Γκίλιαμ, 15 χρόνια πριν τελειώσει ο 20ος αιώνας, δε θέλει να μιλήσει για ένα απόμακρο μέλλον που φοβάται ότι έτσι όπως πάμε κάποτε θα έρθει, αλλά για το σήμερα. Για τη σύγχρονη Νέα Υόρκη, τη σύγχρονη Αμερική, τον σύγχρονο κόσμο, το σημερινό καπιταλισμό, την εποχή της ήττας.
    «Δεν αντέχουν να βλέπουν τον αντίπαλο να κερδίζει. Αν αυτοί οι άνθρωποι απλά παίζαν το παιχνίδι, θα ήταν πολύ πιο κερδισμένοι στη ζωή.» Αυτα λέει ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης της πραγματικότητας του Γκίλιαμ, αναφερόμενος στους τρομοκράτες που κάνουν βομβιστικές επιθέσεις, και χρησιμοποιεί την ύπαρξή τους, που η ίδια η κοινωνία σχεδόν αγνοεί, για την ίδρυση Υπηρεσίας Ανάκλησης Πληροφοριών (ανεύρεσης χαφιέδων καλύτερα), και την πλήρη ενίσχυση οποιουδήποτε μηχανισμού ελέγχου, παρακολούθησης και καταστολής. Είναι σαν να έβαλε ο Γκίλιαμ ένα παραμορφωτικό φακό πάνω από την κοινωνία που ζούμε σήμερα. Με το πρόσχημα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» όχι απλώς καταργούνται στοιχειώδη και κεκτημένα δικαιώματα, αλλά στήνονται ολόκληροι πόλεμοι.
   Το κράτος (εννοώντας την οργανωμένη δομή εξουσίας κι όχι το έθνος) φαίνεται να έχει πάρει ένα ρόλο όχι απλώς οργανωτή και ελεγκτή των κοινωνικών διεργασιών, αλλά μηχανής επιβολής μιας συγκεκριμένης ζωής, μιας συγκεκριμένης αντίληψης, περιστολής δικαιωμάτων και καταστολής διεκδικήσεων. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για πλήρη επιβολή των συμφερόντων της εκμεταλλεύτριας τάξης σε όλους τους εκμεταλλευόμενους. Κι αυτό αποτελεί δείγμα της κοινωνίας που βρισκόμαστε. Όπως έγραψε ο Φ.Ένγκελς (το 1894!): «Το κράτος δεν είναι καθόλου μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απέξω. (...) Το κράτος είναι προϊον της κοινωνίας σε μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης. Το κράτος είναι η ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μιαν αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, από τις οποίες δεν έχει τη δύναμη να απαλλαγεί. Και για να μη φθείρουν αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τ’αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα, τον εαυτό τους και την κοινωνία σε ένα άκαρπο αγώνα, έγινε αναγκαία μια δύναμη, που φαινομενικά στέκει πάνω από την κοινωνία, για να αμβλύνει τη σύγκρουση, για να την κρατά μέσα στα όρια της «τάξεως». Και η δύναμη αυτή, που προήλθε από την κοινωνία, αλλά τοποθετήθηκε πάνω απ’αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ’ αυτήν, είναι το κράτος».
Αυτή η ολοκληρωτική εξουσία γεννά ένα περιβάλλον ζωής τελείως ψυχρό και μηχανικό, που με τη σειρά του δημιουργεί έναν έμφυτο πανικό και παραλογισμό στους ανθρώπους, που στην πλειοψηφία τους σταδιακά αλλοτριώνονται. Ακόμη κι αυτοί που κρατούνε αντιστάσεις σε ατομικό επίπεδο, συναντούν συνεχώς αδιέξοδα στην εκπλήρωση των επιθυμιών τους. Όπως ο ήρωας της ταινίας και η γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος. Μοιάζουν και οι δύο να είναι ό,τι λογικό και αληθινό έχει μείνει σ’αυτόν τον κόσμο. Ο έρωτας τους, που ξεπηδά μέσα από τα όνειρα του πρωταγωνιστή, αποτελεί τρόπο διαφυγής από αυτήν την πραγματικότητα. Κι όταν αυτός μένει ανεκπλήρωτος, κλείνει η πόρτα διαφυγής κι ανοίγει η πόρτα της τρέλας. Είναι η στιγμή που ο Γκίλιαμ βουτάει κυριολεκτικά στο υποσεινήδητο του ήρωα. Ένα ταξίδι στην παλιά Βραζιλία...


Χριστόφορος Θεοδώρου