15.5.10

ΑΓΡΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ (Wild Bunch) - Σαμ Πεκινπα (Sam Pekinpah)



Ο θάνατός σου, η ζωή μου...
1969. Ο πόλεμος του Βιετνάμ βρίσκεται στην πιο βίαια έξαρσή του και η Αμερική χειροκροτά τον Άρμστρονγκ που πατάει στο φεγγάρι. Οι αμερικάνικες οικογένειες θρηνούν τα χαμένα στον πόλεμο παιδιά τους, κι όμως η βία του πολέμου φαίνεται τόσο μακριά. Είναι μια βία βαθιά ριζωμένη στην ιστορία της Αμερικής, και άρρηκτα συνδεδεμένη με όλη την εξέλιξη και την ανάπτυξή της. Αυτήν την τραγικά βίαια περήφανη χρονιά για την Αμερική, έρχεται να ταράξει τα ήρεμα νερά της και τα αποχαυνωμένα μυαλά της η πιο βίαια ταινία στην μέχρι τότε ιστορία της. Ο Σαμ Πέκινπα χτυπά την πόρτα των αμερικάνων, φέρνοντας πολύ αίμα, από μακριά. Όχι από το Βιετνάμ, αλλά από την ίδια τη χώρα του.
[...]



Αρχές του 20ού αιώνα. Η βιομηχανική επανάσταση προχωρά με ασύλληπτους ρυθμούς, και ο αστικός πολιτισμός τείνει να επικρατήσει σε κάθε γωνιά της Αμερικής. Το πρώτο αεροπλάνο κατασκευάζεται, ενώ οι τελευταίοι καουμπόηδες τριγυρνάνε στα χωριά του Τέξας. Η Άγρια Δύση τείνει πλέον να γίνει παρελθόν, και στη θέση της να εμφανιστεί μία άλλη Δύση, αυτή τη φορά παγκόσμια, και μάλλον ακόμη πιο άγρια. Είναι η εποχή των μεγάλων αλλαγών που σημάδεψαν όλον τον κόσμο, η εποχή των πιο άγριων αντιθέσεων.
Σ’αυτήν την τόσο αντιφατική αλλά ταυτόχρονα δημιουργική περίοδο της ιστορίας –ειδικά σε περιοχές χωρίς καμία βιομηχανική ανάπτυξη- συνυπάρχουν και συγκρούονται συνεχώς, το παλιό και το νέο, το γλυκό και το άγριο, το “καλό” και το “κακό”, το “σωστό” και το “λάθος”, το ηθικό και το ανήθικο. Κι η σύγκρουση είναι τόσο βίαια, που δεν μπορείς να συμμετέχεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήσυχα κι αναίμακτα. Κι αν επιλέξεις να μείνεις απέξω, μάλλον δε θα ζήσεις και πολύ. Οι επιλογές είναι χοντρικά δύο, και, λόγω κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, μάλλον σε πλάνο ατομικό. Ή θα μπεις στο παιχνίδι με τους όρους και τα ήθη που έχουν ήδη καθοριστεί από δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες απ’τις δικές σου, ή θα απομονωθείς επιλέγοντας ένα δικό σου τρόπο ζωής, πληρώνοντας κάθε μέρα τις συνέπειες.
Στην ιστορία που αφηγείται ο Πέκινπα, γνωριζόμαστε αρχικά με μία ομάδα ανθρώπων εξαιρετικά βίαιων δολοφόνων κι εγκληματιών, κι ο τρόπος με τον οποίο τους κρίνουμε είναι δέσμιος της ηθικής με την οποία μεγαλώσαμε κι αποκτήσαμε. Καμία ταύτιση, καμία συμπόνοια για αυτούς τους αντι-ήρωες. Μόνο αν γίνει κατανοητή η τρομερή βία της εποχής εκείνης, ο φαύλος κύκλος της που δε λέει να κλείσει παρά μόνο όταν σταματήσει η πηγή της, και η εξ ανάγκης και νομοτελειακή βία που προκύπτει σα μηχανισμός είτε προσαρμογής, είτε άμυνας. Τότε ίσως πάψουμε να κρίνουμε τη βία καθεαυτή, κι αρχίσουμε να ανακαλύπτουμε και να κρίνουμε το κινούν αίτιό της και τους λόγους της συνεχούς μίμησης και αναπαραγωγής της. Εδώ ο Πέκινπα είναι ξεκάθαρος. Αρκεί κανείς να προσέξει τα παιδιά και τη συμπεριφορά τους στην αρχή και στο τέλος της ταινίας.
Όσο η ιστορία εξελίσσεται κι αναπτύσσονται οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών της, τόσο γίνεται σαφές, ότι δεν τίθεται θέμα επιλογής για αυτούς. Δεν επέλεξαν το δρόμο της βίας από κάποιον άλλο δρόμο. Κι αν το έκαναν, ήταν επειδή ο άλλος δρόμος ήταν αυτός της υποταγής στη βία. Το δίλημμα λοιπόν, δεν τίθεται μεταξύ βίας και μη βίας, αλλά μεταξύ αξιοπρέπειας και αθλιότητας. Τόσο σε βιοτικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Σε βιοτικό, καθώς για να ζήσουν, πρέπει να κλέψουν, κι αν χρειαστεί να σκοτώσουν και σε ηθικό, γιατί όταν οι ίδιοι έχουν πάρει τη ζωή στα χέρια τους, δεν κάνουν τίποτα που πάει κόντρα στον κώδικα τιμής και ηθικής που έχουν αναπτύξει.  Κι ο κώδικας αυτός έχει δημιουργηθεί πάλι από ανάγκη. Είναι η ανάγκη της ενότητας, της φιλίας, της αλληλεγγύης, που χωρίς αυτά, όπως λέει κι ο Πέκινπα, μέσω του πρωταγωνιστή του “είμαστε ζώα! Τίποτα παραπάνω!”.
Κι όταν πλέον η ιστορία του κόσμου δεν τους χωρά, ούτε αυτούς κι ούτε την ηθική τους,  και τους διώχνει, το μόνο που έχουν να κάνουν και που τους το επιβάλλει ο κώδικας της περηφάνιας τους, είναι να επιλέξουν τον τρόπο που θα φύγουν. Η άγρια συμμορία των τελευταίων καουμπόηδων του κόσμου ήταν στο βάθος της μαλλον γλυκιά, σαν τη συμμορία που έστησε ο Νικολαϊδης, 14 χρόνια μετά.
Χριστόφορος Θεοδώρου