8.5.10

Ο ΔΡΑΚΟΣ - Νίκος Κούνδουρος


Κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη στο «Πρόγραμμα “STUDIO”», 1969

«Το 1956 που γυρίστηκε η ταινία αυτή, ο τριαντάχρονος, τότε, Κούνδουρος, είχε στο ενεργητικό του άλλη μια επιτυχία, τη Μαγική Πόλη (1954) που αποτελούσε, κατά κάποιον τρόπο, μια ανίχνευση του χώρου –του υπόκοσμου της Αθήνας- στον οποίο, δύο χρόνια αργότερα, θα άρχιζε τους ακούσιους περιπάτους του ένας γνήσιος εκπρόσωπος της ταλαιπωρημένης και καταπτοημένης γενιάς του μεταπολέμου. Την ίδια ανίχνευση είχε επιχειρήσει, ένα χρόνο νωρίτερα (1955) κι ο Καμπανέλλης, γράφοντας το σενάριο της Στέλλας του Κακογιάννη.
Κι οι δυο ήταν, λοιπόν, καλά προετοιμασμένοι για τη «μεγάλη εξόρμηση». Δεν έμενε παρά να βρεθεί κι ο «τρίτος άνθρωπος», αυτός που θα κατάφερνε να χαλιναγωγήσει τους αιώνια απαίδευτους και ημιανάπτυχτους –κυρίως στον τομέα της κινηματογραφικής υποκριτικής- Έλληνες ηθοποιούς. Με το Χρίστο Βαχλιώτη, που ανέλαβε τη διδασκαλία και τη διεύθυνση των ηθοποιών, συμπληρώνεται η «τριανδρία» που δουλεύει υπό την αρχηγία της πληθωρικής προσωπικότητας του Κούνδουρου σε συνθήκες πραγματικά εφιαλτικές. Η επιμονή και η πίστη τους σε μια δυνατότητα αναγέννησης του πάντα λυμφατικού και «επαρχιώτικου» ελληνικού κινηματογράφου πέφτει στο κενό. Το ελληνικό κινηματογραφικό κοινό, διεφθαρμένο απ’τους προχειρολόγους κι ανεύθυνους «θεματοποιούς», αρνείται με πείσμα να στηρίξει με τον οβολό του την προσπάθεια και η παταγώδης εμπορική αποτυχία της ταινίας αποθαρρύνει για πολλά χρόνια τους φιλόδοξους και φερέλπιδους υποψήφιους κινηματογραφιστές. Ωστόσο, ο κινηματογράφος μας απόχτησε την πρώτη του ταινία και το 1956 πρέπει να θεωρείται σαν η χρονιά του περάσματος από την προϊστορία, στην Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου.

Αυτή η εντελώς πρωτότυπη –σε διεθνή κλίμακα- «κωμική τραγωδία» των αλλεπάλληλων «παρεξηγήσεων και αναγνωρίσεων», μπορεί να θυμίζει εντελώς αόριστα Μένανδρο, αλλά η αναγωγή της στο επίπεδο του τραγικού γίνεται με μια θαυμαστή συσσώρευση πρωτότυπων ευρημάτων, που ιεραρχούνται με μεγάλη ευστοχία τόσο στο έξοχο σενάριο του Καμπανέλλη όσο και στο ντεκουπάζ –σε μια αύξουσα κλίμακα δραματικής εντάσεως που ξεκινάει από τους γκροτέσκους χαμηλούς τόνους του «ρεαλιστικού» περιβάλλοντος της υπαλληλικής ρουτίνας, για να καταλήξει στο εξπρεσιονιστικό «βουβό παραλήρημα» του τέλους που εγγίζει τα όρια του παραλόγου. Ενός «λογικότατου» παραλόγου, ωστόσο, που δικαιώνεται απ΄την επίμονη απαίτηση του ταλαιπωρημένου Θωμά να γίνει, επιτέλους «κάποιος», να βγει από τη «φυτική» κατάσταση του ζωντανού θανάτου στη «ζωική» κατάσταση της «υπάρξεως με κάθε τρόπο».»