Ο μεταμοντερνισμός δείχνει τα δόντια του!
Ή, πιο σωστά, τον «Κυνόδοντά» του. Ήταν ζήτημα χρόνου να φτάσει η στιγμή που η καλλιτεχνική ελίτ (ή και ντόπια διανόηση κατά Βασίλη Νικολαίδη) θα αποθέωνε την κατ’επίφαση πρωτοποριακότητα και ψευδοεπαναστατικότητα. Διότι αυτά είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν παγκοσμίως όλο το κύμα μεταμοντερνισμού στην τέχνη και στην ιδεολογία: «[...]ο μεταμοντερνισμός τείνει να αναφέρεται σε μία πολιτισμική, πνευματική ή δημιουργική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη ιεραρχίας και οργανωμένης δομής, η έκφανση της οποίας συνίσταται σε εξαιρετική περιπλοκότητα, αντίφαση, ασάφεια, ποικιλομορφία, διασυνδετικότητα ή διαναφορικότητα, συχνά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι δυνατός ο διαχωρισμός μεταξύ της ίδιας και της παρωδίας της” (Wikipedia).
Το περίεργο είναι ότι αυτή η αναγνώριση του «Κυνόδοντα» έρχεται ακόμα και από σοβαρούς αναλυτές και κριτικούς της τέχνης, που δεν ανήκουν κατ’ανάγκη στην ελίτ, η οποία κατά βάση απαρτίζεται από ανίδεους. Αυτό ίσως οφείλεται σε μια μάλλον μεταφυσικού τύπου ανάγκη να δουν αυτό που θέλουν να δουν, χωρίς αυτό αναγκαστικά να υπάρχει. Πασχίζουν να ανακαλύψουν το νέο αριστούργημα που ξεχωρίζει από τη μετριότητα, τη νέα πρωτοπορία που θα οδηγήσει τον κινηματογράφο ένα βήμα παραπέρα, και φτάνουν ακόμα και να προδικάσουν την επική του σημασία, πριν αυτό συμβεί μέσω της επικοινωνίας του έργου με τους θεατές. Για να μην πω, πριν καν γυριστεί η ταινία, και φανω συνωμοσιολόγος.
Φυσικά, απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβεί αυτό, είναι να αφήσει αυτό το περιθώριο ο δημιουργός. Να αφήσει τα αναγκαία παράθυρα ανοιχτά ώστε να σκαρφαλώσουν και να βγουν έξω από το δωμάτιο που πλήττουν οι Αρχιμήδες της Τέχνης, φωνάζοντας «Εύρηκα!». Κι έτσι αποκτεί σημασία και το έργο, και η παρουσία τους δορυφορικά του έργου. Οτιδήποτε παράδοξο και περίεργο στην τέχνη δημιουργεί εξ ορισμού κενά και αντιφάσεις που ο ανθρώπινος νους έχει την ανάγκη να συμπληρώσει και να λύσει, κι εκεί οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η μαγεία της τέχνης.
Για να μην είμαστε όμως άδικοι, δεν είναι απαραίτητο αυτό να είναι και στις προθέσεις του δημιουργού. Ο δημιουργός μπορεί να μην ήθελε να πει και τίποτα πέρα απ’τα προφανή και τα αντιληπτά από τον καθένα. Κι ο Γιώργος Λάνθιμος, αν κρίνουμε από το προηγούμενο έργο του (Κινέττα) και από συνεντεύξεις του για τον Κυνόδοντα, δεν φαίνεται να θέλει να εκφράσει κάτι παραπάνω από προσωπικές του ανησυχίες για το θεσμό της οικογένειας ή να δώσει κάτι παραπάνω από μια ομολογουμένως καλά γυρισμένη ιστορία με στοιχεία πρωτοτυπίας. Κι αυτό, άσχετα από όλα τ’άλλα, τον καθιστά τουλάχιστον αυθεντικό κι ελεύθερο ευθυνών για τον τρόπο αποδοχής του έργου του.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι γιατί αυτή η –κρίνοντας με βάση την ιστορία του ελληνικού και του παγκόσμιου κινηματογράφου- μάλλον μέτρια ταινία ή πιο σωστά αυτή η «περίεργη» ταινία, έφτασε να θεωρηθεί τόσο καινοτόμα ώστε να χαρακτηρίζεται «νέος» ελληνικός κινηματογράφος και να παρουσιάζεται στον Τύπο ως «αριστούργημα», τόσο πρωτοποριακή ώστε να βραβεύεται στις Κάννες με το «Ένα κάποιο βλέμμα» και τόσο σημαντική ώστε να κερδίζει υποψηφιότητα για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Νομίζω ότι την απάντηση σε όλα τα παραπάνω μπορεί να δώσει ένας όρος που έχουμε βαρεθεί να ακούμε, κυρίως για τις προσωπικές μας σχέσεις: το timing:
Έχουμε τη χρονική σύμπτωση τριών φαινομένων, που μάλλον συνδέονται και κοινωνικά: της παρακμής του ελληνικού κινηματογράφου, της κρίσης του ευρωπαϊκού, και της δημιουργίας ταινιών όπως του Λάνθιμου.
Ο ελληνικός κινηματογράφος, με εξαίρεση μερικά ονόματα όπως Γραμματικός, Γιάνναρης και Οικονομίδης, έχει γίνει έρμαιο ενός κοινού γούστου καθορισμένου από την αισθητική της τηλεόρασης, κι έχει πάψει να ασχολείται με την “κοινώνηση” προβληματισμών ή με ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα. Ακόμα κι όταν αυτό συμβαίνει (βλ. Ψυχή Βαθιά), πρόκειται για προσπάθειες αλλοτροιωμένες, πάντα υποταγμένες στις ανάγκες της παραγωγής ή της εκάστοτε πολιτικής του Υπουργείου. Σ’αυτό το πλαίσιο μια ταινία όπως ο Κυνόδοντας μοιάζει σίγουρα να ξεχωρίζει, καθώς θίγει κάποια σοβαρά κοινωνικά θέματα κι έχει μια ξεχωριστή αισθητική, όμως ταυτόχρονα δημιουργεί και μια αμηχανία σαν να πρόκειται για κάτι “ξένο” αλλά παράλληλα κάτι που κάπου ή κάποτε έχουμε ξαναδεί. Κι όντως, αν κρίνουμε “καλλιτεχνικά” τον Κυνόδοντα, θα δούμε ότι είναι ένα άθροισμα ήδη ειπωμένων ιδεών που ουσιαστικά δε φτάνει να γεννήσει το κάτι πραγματικά καινούριο. Παρόλα αυτά τον χρειάζεται τον Κυνόδοντά του το στόμα που λέγεται ελληνικός κινηματογράφος, γιατί όπως και στην ταινία, τον έσπασε πριν χρόνια νομίζοντας πως έτσι θα βγει από τα όρια που του θέτανε οι “κουλτουριάρηδες”.
Στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, από την άλλη, βλέπουμε μια κρίση. Πάλι με εξαίρεση λίγα ονόματα όπως Michael Haneke, Roy Andersson και Bela Tarr, αδυνατεί να παραχθεί κάτι πραγματικά νέο, κι όλοι στρέφουν το βλέμμα τους προς το μεταμοντέρνο ως μέσο «αναγέννησης» και τους δημιουργούς κυρίως από ασιατικές χώρες, οι οποίοι ξεκινάνε με αφετηρία τη διαφορετικότητα που πηγάζει από την ούτως ή διαφορετική τους κουλτούρα και συνολικά αντίληψη για τον κόσμο. Έτσι φτάσαμε και στη βράβευση του Απιτσατπονγκ Βερεσεθάκουλ στις Κάννες το 2010 και αμέσως μετά στην αδιανόητα υπερβολική, κατά την άποψη μου, αποθέωση του και στο αφιέρωμα για το έργο του στο 51ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσσαλονίκης. Ήταν το αποκορύφωμα του νέου θεωρήματος της παγκόσμιας «κυβέρνησης» των τεχνών: «Διαφορετικό, άρα σπουδαίο». Σε μια φράση περικλείεται όλη η νέα τάση στην τέχνη. Κάνε κάτι πρωτότυπο, κι έχεις κάνει κάτι πρωτοποριακό. Το αμερικανικό δόγμα περί «δύναμης της εικόνας» εξευρωπαϊστηκε, φόρεσε κασκόλ, κι έφτασε να καθορίζει τη νέα «πρωτοπορία». Το μέσο της εικόνας γίνεται σκοπός κι ο σκοπός της έκφρασης ενός περιεχομένου γίνεται κάτι αχρείαστο.
Όπως είπε κι ο Λάνθιμος στην παρουσίαση της Κινέττας πριν κάποια χρόνια στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όταν κάποιος μπερδεμένος θεατής τον ρώτησε μετά το τέλος της ταινίας του «Γιατί γυρίσατε αυτήν την ταινία;»: «Δεν σκέφτηκα κάτι... Δεν είχα κάποιο σκοπό ή κάτι συγκεκριμένο να πω...». Παρακολουθώντας τον Κυνόδοντα, δεν μπορούσα να μην έχω στο μυαλό μου αυτές τις φράσεις, και γι’αυτό δεν μπόρεσα να «παρασυρθώ» από τη δύναμη της εικόνας. Η έντονα φορτισμένη με παραδοξότητα και βία εικόνα ικανοποιούσε απλά με τον καλύτερο τρόπο το ίδιο σκεπτικό. Συναισθηματικός εκβιασμός και κάτω από το κέλυφος της «νέας» αισθητικής, πραγματική κενότητα. Ακόμα και στο τελείωμα της ταινίας, που είχε τη δυνατότητα να δώσει κάτι καινούριο, όπως μία άποψη, μια θέση, μια απάντηση στην κλειστοφοβική μιζέρια που παρουσιάζει, εσκεμμένα ο σκηνοθέτης επιλέγει να μην πει καν αν τελικά υπάρχει ελπίδα και να τ’αφήσει όλα στη σφαίρα των αντιλήψεων του θεατή. Κι έτσι δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις ούτε για απαισιόδοξο ούτε για ηττοπαθή. Άλλο ένα χαρακτηριστικό αυτής της νέας τάσης. Υποταγή στην υποκειμενικότητα του θεατή… Αλλά έργο τέχνης που δεν εκφράζει ιδέες και απόψεις είναι έργο που αυτο-ευνουχίζεται και στο πέρασμα του χρόνου αργοπεθαίνει.
«Διαφορετικός, άρα σπουδαίος», λοιπόν ο Κυνόδοντας. Ήταν όντως κάτι το διαφορετικό μέσα στη ρουτίνα και την πλήξη που έχει φέρει εδώ και χρόνια στην τέχνη και ιδιαίτερα στον κινηματογράφο η υποταγή της σε οικονομικά συμφέροντα και σε δοκιμασμένες αισθητικές συνταγές. Η διαφορετικότητα ή η πρωτοτυπία από μόνη της όμως δε φτάνει να κάνει μια ταινία ούτε πρωτοπόρα, ούτε Νέο κινηματογράφο. Φτάνει απλά να την κατατάξει στο σύνολο χιλιάδων διαφορετικών, περίεργων, πειραματικών και πρωτότυπων ταινιών που ξεκινάνε από τη δεκαετία του 1920. Σ’έναν κόσμο όμως που έχει ξεχάσει ή δεν έμαθε ποτέ την ίδια του την ιστορία, δεν έχουμε να περιμένουμε κάτι παραπάνω από την άκαρπη επανεκδοχή της.
Χριστόφορος Θεοδώρου
2 σχόλια:
πολυ σωστος
Έτσι είναι, θα συμφωνήσω και εγώ.
"Υποταγή στην υποκειμενικότητα του θεατή… Αλλά έργο τέχνης που δεν εκφράζει ιδέες και απόψεις είναι έργο που αυτο-ευνουχίζεται και στο πέρασμα του χρόνου αργοπεθαίνει."
Αυτό γίνεται σήμερα, στην Τέχνη γενικότερα. Όχι πως είναι πάντα εύκολο να αφήνεις στην υποκειμενικότητα του θεατή να δώσει το νόημα. Άλλες φορές όμως είναι σαν να του "πετάς το μπαλάκι", κάνοντας πιό εύκολη την δουλειά σου.
Δημοσίευση σχολίου