Δεν
υπάρχει άλλος χαρακτηρισμός στην τέχνη, πέραν του όρου «καλτ», που να αποδίδεται
σε ένα έργο (κινηματογραφικό, μουσικό, λογοτεχνικό κ.α.), μόνο αφότου έχει
έρθει σε επαφή με το κοινό κι είναι γνωστός ο τρόπος που επέδρασε σε αυτό. Κατά
το γνωστό ορισμό, «αυτό που αγαπιέται πάρα πολύ από λίγους». Είναι ένας όρος που
ενέχει την ανάδραση: προϋποθέτει όχι μόνο την αποδοχή ή όχι από το κοινό, αλλά και
τη δημιουργία συγκεκριμένης βάσης θαυμαστών, με χαρακτηριστικά αίρεσης, εξ ου
και η ονομασία cult.
Και πάλι όμως, ακόμα κι αν τηρούνται αυτά, δεν
μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για τον κοινωνικό αντίκτυπο που θα έχει το έργο
και για το αν θα δημιουργηθεί ένας σκληρός πυρήνας οπαδών. Οι ακόλουθοι ενός καλτ
έργου και του δημιουργού του, γεννιούνται συνήθως απρόβλεπτα, και χωρίς την
επιδίωξη του δημιουργού ή της παραγωγής. Πολλές φορές μάλιστα, η «αίρεση»
ξεκινάει πολύ καιρό μετά από την «κοινώνηση» του έργου. Απλώνεται σαν underground
μόδα, σαν μια «αλήθεια» που κάποιοι
έχουν ανακαλύψει και πασχίζουν να τη διαδώσουν. Και γι’αυτό το λόγο, το
φαινόμενο «καλτ» χρίζει κοινωνιολογικής προσέγγισης...
Ειδικότερα όσον αφορά τον «καλτ» κινηματογράφο,
μπορεί κανείς να βγάλει κάποια συμπεράσματα για τους φανατικούς κάθε καλτ ταινίας,
όσον αφορά τον ψυχισμό τους, την ηθική τους, την αισθητική τους και
συνολικότερα την προσωπικότητά τους. Όταν ένα έργο «μιλάει» σε ένα κομμάτι του
κόσμου, όταν κάποιος συγκεκριμένος κόσμος ταυτίζεται με έναν ήρωα ή μία
αισθητική, όταν εντυπωσιάζεται από κάποια στοιχεία της ταινίας, χωρίς αυτόν τον
εντυπωσιασμό να τον μοιράζεται όλο το κοινό αλλά μόνο συγκεκριμένοι άνθρωποι,
συμβαίνει ένα είδος «σύνδεσης» μεταξύ θεατών και δημιουργού και την ίδια στιγμή
μεταξύ θεατή και θεατή. Μία σύνδεση που ουσιαστικά προϋπήρχε, αλλά
αποκαλύπτεται μόνο κατά τη θέαση της ταινίας. Ο τρόπος με τον οποίο
αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας, οι εμπειρίες μας, οι μνήμες μας και το
σύνολο των προσλαμβανουσών μας, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό –αν όχι απόλυτα- το
πώς θα μας «κάτσει» μια ταινία. Είναι κάποιες συγκεκριμένες συνάψεις των
νευρώνων του εγκεφάλου που συμβαίνουν κατά τη θέαση μιας ταινίας και που
συνεπάγονται την «πόρωσή» μας με αυτήν. Κι είναι τέτοια η σπανιότητα σύμπτωσης
αυτών των συνάψεων σε πολλούς εγκεφάλους ταυτόχρονα, που όταν συμβαίνει,
καταλήγει στην δημιουργία μιας «κλίκας» ακολούθων. Συνεπώς, δε θα’ταν και τόσο παρακινδυνευμένο
να πούμε ότι το «καλτ» έχει τις ρίζες του περισσότερο στο υποσεινήδητο και στο
αυθόρμητο παρά στο συνειδητό. Κι ίσως εδώ βρίσκεται κι η ειδοποιός διαφορά του,
τόσο από τον «εμπορικό» ή mainstream κινηματογράφο, όσο κι από τον «ποιοτικό».
Οι ταινίες των μεγάλων χολυγουντιανών στούντιο,
ειδικά μετά το ’90, πολύ πριν γυριστούν, έχουν μελετηθεί ως προς την
ανταπόκριση που θα έχουν, τα σενάριά τους έχουν στηριχτεί σε αποτελέσματα
στατιστικών και marketing, κι όλα είναι φτιαγμένα ώστε να κόψουν
εισητήρια. Φτιάχνονται για να αρέσουν στην πλειονότητα του κόσμου κι όχι επειδή
αρέσουν στον δημιουργό τους. Άρα πρέπει απαραιτήτως να ακολουθούν μια φόρμα που
να μην επιτρέπει μεγάλες αποκλίσεις από την προβλεπόμενη αποδοχή του κοινού,
γιατί αυτό θα σημάνει αποκλίσεις από τον προβλεπόμενο τζίρο. Τα ρίσκα στο
σενάριο, στην αισθητική και στη δομή μεταφράζονται σε ρίσκα επένδυσης και
κέρδους. Η περπατημένη οδός δε δύναται να δημιουργήσει καλτ κινηματογράφο.
Υπάρχουν, βέβαια, φωτεινές εξαιρέσεις δημιουργών που στηρίχτηκαν από τεράστιες
εταιρείες παραγωγής, αλλά αυτό συνέβη επειδή το ρίσκο της καινοτομίας
αντισταθμιζόταν από την εγγύηση του ονόματος. Η παραγωγή δε νοιάζεται για το
λόγο που θα κοπούν πολλά εισητήρια ή για το μέσο που θα χρησιμοποιηθεί για αυτό
το σκοπό. Οι θεατές που θα τις αγαπήσουν μοιράζονται απλά την ήδη διαμορφωμένη
κοινή αισθητική και κοινή γνώμη.
Από την άλλη, πολλές
ταινίες υψηλής αισθητικής, κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού, αλληγορικές ή
ποιητικές, παρόλο που πετυχαίνουν τόσο την ποιοτική τους επιβεβαίωση από τους
“γνώστες” κριτικούς, όσο και μια βαθιά σύνδεση με ένα κομμάτι του κόσμου,
συνήθως ανθρώπους με παραπάνω από στοιχειώδη μόρφωση, δεν παρατηρείται το
“αιρετικό” φαινόμενο του πυρήνα οπαδών. Η λογική επικρατεί του συναισθήματος
και το αυθόρμητο υποτάσσεται στο συνειδητό. Ο θαυμασμός του έργου προϋποθετει
επιχειρηματολογία και δεν πηγάζει αβίαστα. Επιπλέον, είναι αρκετά προβλέψιμο το
σε ποιους θα αρέσει και σε ποιους όχι μια τέτοια ταινία. Είναι θεατές που
μοιράζονται ούτως ή άλλως κοινές απόψεις, αντιλήψεις και γούστα, συνεπώς
υπάρχει ένας κοινός τόπος του συνειδητού, αλλά όχι απαραίτητα του αυθόρμητου.
Στον αντίποδα
των δύο παραπάνω κατηγοριών βρίσκονται οι ταινίες δημιουργών που στην πλειονότητά τους δε νοιάζονται για
μαζική αποδοχή του έργου τους αλλά ούτε και για υψηλά νοήματα. Δε νοιάζονται
για την πιθανή γελοιοποίησή τους, απεναντίας θα αυτοσαρκαστούν. Θέλουν να
παίξουν, να προκαλέσουν, να ταράξουν, να κάνουν το κέφι τους, να
διαφοροποιηθούν, να φωνάξουν! Θέλουν να κάνουν την καύλα τους! Όσο τραβηγμένες
στα άκρα και να’ναι κάποιες, το βασικό τους χαρακτηριστικό παραμένει η
αυθεντικότητά τους κι ο τρόπος που μέσα από αυτές εκφράζεται ο δημιουργός τους.
Η απουσία –είτε εμπορικών είτε ποιοτικών- φίλτρων προσαρμογής στο σενάριο έχει
ως αποτέλεσμα την αποτύπωση μιας πιο πρωτογενούς σκέψης, πολύ πιο κοντά στην αυθόρμητη
μα γλυκιά χαζομάρα που θα ξεστομίσει ένα παιδάκι ή την ανεύθυνη μα πηγαία
απερισκεψία ενός εφήβου, παρά στη βαρετή ρητορεία ενός πολιτικού ή στην
τελειότητα μιας συμφωνίας κλασικής μουσικής. Δεν υπάρχει η αψεγάδιαστη αρμονία,
αλλά το φάλτσο που θα καρφωθεί στο μυαλό σου και θα το αγαπήσεις. Ο
επαγγελματισμός και η συνέπεια αντικαθίστανται από τον ερασιτεχνισμό που
αδιαφορεί για τις τεχνικές λεπτομέρειες και κάθε είδος ελιτισμού παραμερίζεται
από την ομορφιά της απλότητας.
Αυτό το
στοιχείο του ακατέργαστου, του γνήσιου και του μοναδικού, είναι που μαγνητίζει
ένα –διαφορετικό κάθε φορά- υποσύνολο θεατών, όχι επειδή μόνο αυτοί είναι
“γνησιοι” ή “μοναδικοί”, αλλά επειδή κατά ένα σχεδόν τυχαίο μα μαγικό τρόπο, η
σκέψη τους κι η φαντασία τους συναντήθηκαν σε κάποια σημεία. Όχι απαραίτητα με
τη σκέψη ή τη φαντασία του δημιουργού. Πολλές φορές μια τέτοια ταινία απλά
δίνει μια αφορμή για τον εντυπωσιασμό του θεατή με κάτι το ασήμαντο -αλλά
ανεπανάληπτα ασήμαντο- και συμβαίνει κάποια “αποκάλυψη”. Ίσως κάποιο στοιχείο
"παρακμής” ή μια εικόνα τελείως απροσδόκητη, κάτι το “εξωτικό”, αλλά
αλήτικο. Κάτι άρρωστο ή κάτι που χωρίς να το ήθελε προκάλεσε γέλιο.
Οι θεατές που
εντελώς αυθόρμητα συγκροτούν την βάση των οπαδών κι η ταινία γίνεται καλτ,
είναι άνθρωποι που συνδέονται με πολύ πιο ισχυρούς δεσμούς από τους
αντίστοιχους οπαδούς μιας “ποιοτικής” ταινίας, γιατί η σύνδεσή τους βρίσκεται
στο χώρο του ασυνείδητου και του αυθόρμητου. Έχουνε κοινές αντιδράσεις χωρίς
απαραίτητα να έχουνε κοινό τρόπο σκέψης. Μοιράζονται συναισθήματα, χωρίς να
μεσολαβήσει συζήτηση κι ανταλλαγή απόψεων. Δεν αποτελούν ένα συγκεκριμένο
κοινό, αλλά δημιουργούνται με άλλη σύσταση σε κάθε έργο. Άνθρωποι από διαφορετικές γενιές,
διαφορετικές χώρες και κοινωνίες, άνθρωποι σε διαφορετική οικονομική κατάσταση.
Δεν υπάρχει κανόνας. Το πέρασμα μιας ταινίας από την χαώδη δεξαμενή των
κινηματογραφικών έργων στο σωληνάκι που γράφει “καλτ” συμβαίνει μάλλον χαοτικά.
Χριστόφορος Θεοδώρου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου