Είναι εποχές όπως αυτή που διανύουμε που
ταινίες όπως ο Βασιλιάς του Νίκου Γραμματικού γίνονται παραπάνω από επίκαιρες και η θέαση τους
–ακόμα και για 2η ή 3η φορά- αποκτάει πολλαπλάσια σημασία. Είναι αφορμή για
ατέλειωτες κουβέντες που εντελώς φυσιολογικά προκύπτουν από τη δύναμη του
ουσιαστικού ρεαλισμού της ταινίας και των παραλληλισμών –που αμέσως προκύπτουν-
με τα σημερινά φαινόμενα κοινωνικών συμπεριφορών.
Ρατσισμός και ξενοφοβία δεν είναι το ίδιο
πράμα. Το πρώτο αφορά μια "θεωρητική" κατάταξη των φυλών σε ανώτερες
και κατώτερες, χωρίς όμως αναγκαστικά να συνδέεται με τη βία, το σωβινισμό ή
ακόμα και τον εθνικισμό. Είναι μια μορφή συντηρητισμού, που έχει τις ρίζες του
κυρίως στην αμάθεια και ξεπερνιέται στην πράξη, μέσα από τη διαφυλετική
συμβίωση, όπως σε μεγάλο βαθμό έχει συμβεί στην Αμερική.
Η ξενοφοβία, η ανασφάλεια απέναντι σε οτιδήποτε
διαφορετικό από τα καθιερωμένα “πρότυπα”, είτε αυτό αφορά χρώμα δέρματος είτε
αφορά νέα ιδεολογία ή συμπεριφορά ή νέα κατάσταση κοινωνική, είναι κάτι τελείως
διαφορετικό και μπορεί πιο ουσιαστικά να συνδεθεί με τα φαινόμενα συντηρητισμού
που αφορούν τοπικισμό, εθνικισμό, αντικομμουνισμό κλπ. Οι ρίζες της δεν είναι απαραίτητα η αμάθεια ή η έλλειψη
εκπαίδευσης ή η άγνοια της ιστορίας. Περισσότερο είναι ο φόβος διατάραξης της
κεκτημένης "ησυχίας" ή "τάξης" ή ακόμα περισσότερο η
διατάραξη της οικονομικής/κοινωνικής θέσης. Γι'αυτό και η οικονομική υποβίβαση
των μικροαστών και ο αφανισμός των μεσαίων στρωμάτων προηγούταν πάντα της
ανόδου του φασισμού ως λαϊκό μαζικό ιδεολόγημα.
Η τρομακτική ενίσχυση των μεσαίων στρωμάτων,
παράλληλα με τη σχεδόν εξαφάνιση της παραγωγικής εργατικής τάξης μέσω της
αποβιομηχάνισης τα τελευταία 20-30 χρόνια στην Ελλάδα δεν επέβαλε μόνο την
επικράτηση της μικροαστικής ιδεολογίας και του συντηρητισμού, το χειρότερο είναι
ότι κυοφορεί και την άνοδο και την επικράτηση του λαϊκισμού, του σωβινισμού,
της "ξενο"φοβίας και κατεπέκταση του αντικομμουνισμού και του
φασισμού.
Η γεύση που πήραμε από τις πρόσφατες εκλογές με
την άνοδο της ακροδεξιάς ως οργανωμένης σε ξεκάθαρο μπλοκ δύναμης, δεν ήταν
γεύση νέων ιδεολογημάτων ή ξαφνικής συντηρητικοποίησης ενός κομματιού της
κοινωνίας, ήταν αντανακλαστική αντίδραση του ήδη συντηρητικοποιημένου κομματιού
απέναντι στην απότομη οικονομική υποβίβασή του. Όσο ο δικομματισμός εξυπηρετούσε
τα μικροαστικά συμφέροντα, συντηρώντας τα μεσαία στρώματα ως τάξη, είχε και όλο
το συντηρητικό μπλοκ της κοινωνίας στο πλευρό του. Τώρα που όλος αυτός ο κόσμος είδε ότι δεν μπορεί να εμπιστεύεται
την κοινωνική/ταξική του θέση σ'αυτα τα δύο κόμματα, πρέπει να βρει νέους
εκφραστές. Εκφραστές όχι της ιδεολογίας του αλλά εκφραστές/υπερασπιστές της
τάξης του.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Βασιλιάς του Ν. Γραμματικού
αποκτά μεγάλη σημασία ως έργο, όντας μάλιστα βασισμένο σε πραγματική ιστορία:
ένας πρώην ναρκομανής/ντήλερ με το που βγαίνει απο τη φυλακή αποφασίζει να
αφήσει πίσω του την πόλη και να απομονωθεί στο χωριό του παππού του, όπου
έρχεται αντιμέτωπος με τον επαρχιωτικό συντηρητισμό, την καχυποψία και την
ξενοφοβία, με τραγική κατάληξη. Η απλότητα και η λαϊκότητα αυτής της ταινίας
είναι μοναδικό δείγμα τέχνης που χωρίς να εκποιεί καθόλου το περιεχόμενο,
υποτάσσει τη μορφή στο σκοπό της καθολικής κατανόησης. Κάθε χαρακτήρας είναι
επιλεγμένος πολύ προσεκτικά, και εκφράζει/συμβολίζει κάτι που όλοι μας έχουμε
συναντήσει είτε στην πόλη, είτε στην επαρχία. Πρόσωπα που τα βλέπαμε παντού
σκόρπια γύρω μας και τώρα τα βλέπουμε και στην τηλεόραση. Νοοτροπίες που
συνειδητά ή ασυνείδητα υποτιμούσαμε σε “εξαιρέσεις” αδυνατώντας να κάνουμε τη
σύνδεση με ό,τι τις γεννούσε. Τα φεουδαλικά κατάλοιπα της ελληνικής επαρχίας
και του παρασιτικώς ανεπτυγμένου καπιταλισμού δεν αφήνουν πολλά περιθώρια
επαναστατικής ή έστω προοδευτικής σκέψης. Απεναντίας, στο περιβάλλον αυτό
παράγονται άνθρωποι κατ'ανάγκην συντηρητικοί και καθόλου ανοιχτόμυαλοι.
Η ξενοφοβία με την οποία ασχολείται ο Βασιλιάς,
δεν έχει να κάνει με φυλετικές, θρησκευτικές, τοπικές ή εθνικές διαφορές που
μπορεί να χτυπήσουν σε συντηρητικά αντανακλαστικά λόγω αμάθειας ή φανατισμού.
Έχει να κάνει με το φόβο της αλλαγής της υπάρχουσας και συνηθισμένης
κατάστασης. Το φόβο της διατάραξης της κοινωνικής ησυχίας στην οποία οι
κάτοικοι του χωριού αισθάνονται ασφαλείς. Την προκατάληψη απέναντι σε οτιδήποτε
δεν συμβαδίζει με την κοινωνική συμπεριφορά τους ή τους άγραφους κοινωνικούς
κανόνες. Τον ατομισμό που έχει επιβληθεί από την ιδιωτεία και τη
μικροαστικοποίηση της επαρχίας μέσω του εμπορίου, του τουρισμού, και της
εκμετάλλευσης ξένων εργατών. Την έλλειψη εμπιστοσύνης σε οτιδήποτε “ξένο” δεν
έρχεται με σκοπό να δώσει αλλά να πάρει ή να μοιραστεί, ανεξαρτήτως
εθνικότητας. Τον επαρχιωτισμό της νοοτροπίας του τσιφλικά, του
μικρογαιοκτήμονα, του οικοπεδούχου, του "πρώτου στο χωριό" που
προκειμένου μη γίνει "τελευταίος στην πόλη", θέλει όλα να μείνουν ως
έχουν. Η ξενοφοβία είναι αυγό του συντηρητισμού αλλά και κότα του.
Ο άνθρωπος αυτός, ο κατατρεγμένος, ο
αυτο-εξόριστος, που ψάχνει μιαν άκρη να ηρεμήσει και να ανασυνταχτεί, να
εργαστεί για να ζήσει, χωρίς να ζητήσει την ελεημοσύνη κανενός, έρχεται
αντιμέτωπος με ένα δυσθεώρητο ντουβάρι χτισμένο από μεγαλοαγρότες, πολιτικάντηδες
και νεοχωριάτες. Οι αρχικές καλές προθέσεις του γρήγορα δίνουν τη θέση τους στο
μίσος, ένα μίσος που δεν φύτρωσε λόγω αντιπάθειας ή φανατισμού, αλλά λόγω
ταπείνωσης και καταπάτησης της αξιοπρέπειάς του. Τοποτηρητής κι ειρηνοποιός ο
καλοπροαίρετος αστυνομικός, σύμβολο μιας εξουσίας που ακόμα κι όταν θέλει να
εφαρμόσει το δίκιο, η πάντα
εξαρτώμενη από οικονομικά συμφέροντα θέση της επιβάλλει την υποταγή της σε αυτά
ή την αχρηστία της.
Κάθε σκηνή της ταινίας είναι ένα βήμα προς την
τελική σύγκρουση, για την οποία ο θεατής προετοιμάζεται καρέ-καρέ, βλέποντας
βλέμματα, φράσεις και περπατήματα να αλλάζουν, να μετεξελίσσονται και να
αποτυπώνουν όλο και πιο καθαρά την αναπόφευκτη τροπή. Το τελικό ξέσπασμα είναι
μια κραυγή απελπισίας απέναντι σε όλη τη “σαπίλα” του νεοελληνικού τοπίου που
απ’έξω ομορφαίνει και μέσα ζέχνει. Είναι μια σύγκρουση μεταξύ αξιοπρέπειας και
ταπείνωσης, τιμιότητας και ξεπουλήματος, επιβίωσης και ενσωμάτωσης, δημιουργίας
κι υποκουλτούρας, μέλλοντος και παρελθόντος, νέου και παλιού. Η ήττα είναι
προδιαγεγραμμένη αλλά προσωρινή, κι η τελευταία λέξη θα’ναι αυτού που
αδικήθηκε.
Χριστόφορος Θεοδώρου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου