«Αυτός που κάνει τον εαυτό του τέρας,
ξεφορτώνεται τον πόνο του να είναι άνθρωπος»
Αυτή είναι η φράση με την οποία ξεκινάει η ταινία, με την οποία μάλλον συμπυκνώνεται και όλο το νόημά της. Με έναν περίπου αντίστροφο, όμως, τρόπο. Ένας άνθρωπος, προκειμένου να αποφύγει μια πραγματικότητα η οποία του προκάλει προβλήματα και πόνο, είναι ικανός, στην προσπάθειά του να αμυνθεί, να κάνει τον εαυτό του να μην αισθάνεται τίποτα για όσα συμβαίνουν γύρω του.
Αμερική, αρχές του ’70. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ δε λέει να σταματήσει, όλο και περισσότεροι νέοι σκοτώνονται ή γυρνάν ανάπηροι, χωρίς να ξέρουν καλά καλά τι ακριβώς είναι αυτό το οποίο πολεμούν, ενώ η πλειοψηφία όσων μένουν πίσω, όντας πολιτικά «ανάπηροι» μπροστά στα αδιέξοδα που συναντούν, καλούν τον κόσμο να αντιμετωπίσει τον πόλεμο κάνοντας έρωτα, συναυλίες και ναρκωτικά. Ήδη από τη δεκαετία του ’50, με αποκωρύφωμα τη μάυρη λίστα του ΜακΚάρθι, είχε κυνηγηθεί, χτυπηθεί, λογοκριθεί, εξοριστεί, οποιοσδήποτε σοβαρός πολιτικός και δομημένος αντίλογος σε ό,τι συνέβαινε στην Αμερική. Από κει και μετά, στο ήδη υπάρχον αδιέξοδο της καταπιεστικής ζωής στην Αμερική, ήρθε να προστεθεί το αδιέξοδο της πολιτικής δράσης και άποψης. Και σε μια συγκυρία όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, η πιο ριζοσπαστική δράση που υπήρχε ήταν κάποιες βομβιστικές επιθέσεις ολιγομελών οργανώσεων, σαν κραυγή απόγνωσης απέναντι σε αυτό που συνέβαινε.
Η αποφυγή της πραγματικότητας μέσα από άλλες διεξόδους, όπως η χρήση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, ήταν για πολλούς, όπως και για τους ήρωες της ταινίας, σχεδόν αναπόφευκτη. Και έφτασε, από τρόπο αντιμετώπισης της πραγματικότητας, να γίνει και κουλτούρα μιας ολόκληρης γενιάς.
«Τώρα όλοι αγωνιζόμαστε να επιβιώσουμε. Τέρμα το σπιντάρισμα της δεκαετίας του ’60. Αυτό ήταν το μοιραίο τέλος στο τριπ του Τίμοθυ Λήρυ. Πουλούσε επέκταση της συνείδησης, χωρίς να σκέφτεται έστω και λίγο τη θλιβερή πραγματικότητα που περίμενε όσους τον είχαν πάρει στα σοβαρά. Τους παρανοημένους με το LSD, που νόμιζαν ότι αγοράζουν την ευτυχία με ένα τριπάκι. Αλλά η αποτυχία τους, είναι και δική μας. Αυτό που πήρε ο Λήρυ μαζί του είναι η ψευδαίσθηση που δημιούργησε. Μια γενιά σακατεμένων, αποτυχημένων αναζητητών, που ποτέ δεν κατάλαβαν την πλάνη της κουλτούρας του LSD. Την απεγνωσμένη υπόθεση ότι κάποιος ή κάποια δύναμη κρατάει το φως στο τέλος του τούνελ.», λέει ο ρεπόρτερ στο τέλος του βιβλίου του, στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Γκίλιαμ.
Χριστόφορος Θεοδώρου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου