Ο Νίκος Κοεμτζής μπήκε για πρώτη φορά φυλακή το 1967-68, λόγω πολιτικής δράσης στη δικτατορία. 5 χρόνια μετά, το 1973, βρίσκεται σε ένα νυχτερινό κέντρο με τον αδερφό του, ο οποίος κάνει παραγγελιά ένα τραγούδι στην ορχήστρα και σηκώνεται να χορέψει.«Νόμος» τότε στα μαγαζιά αυτά ήταν ότι στην παραγγελιά χορεύει μόνο αυτός που την έκανε. Στην περίπτωση του Κοεμτζή, όμως, τρεις ασφαλίτες που ήταν στο μαγαζί και ξέρανε πολύ καλά ποιος είναι, σηκώθηκαν για να τον προκαλέσουν, όπως και το κατάφεραν. «Παραγγελιά ρε!!!» φώναξε, έβγαλε τη φαλτσέτα και θέρισε: 3 αστυνομικοί νεκροί και 6 τραυματίες ο απολογισμός εκείνης της βραδιάς. Συλλαμβάνεται την επόμενη μέρα και περνάει 23 χρόνια στη φυλακή. Ο Δ.Σαββόπουλος το 1978 γράφει το Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο και ο Π.Τάσιος, το 1980, γυρίζει την Παραγγελιά.
Η ταινία του Τάσιου θα είχε ελάχιστο ενδιαφέρον και νόημα ύπαρξης αν απλώς έστηνε μια αναπαράσταση του εγκλήματος, με ύφος ντοκυμαντερίστικο. Δεν έχει τέτοιο σκοπό όμως ο σκηνοθέτης. «Είμαι μαζί του στο βαθμό που δεν τον αφήνουν να εκφραστεί ελεύθερα και επαναστατεί η καταπιεσμένη του φύση» δηλώνει ο Τάσιος, θέλοντας να πάρει αποστάσεις από τυχόν ταυτίσεις με τον δράστη. Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία του έργου. Δεν τίθεται θέμα αν αυτό που έκανε ο Κοεμτζής ήταν σωστό ή λάθος. Τίθεται όμως θέμα ποια είναι η κοινωνία και οι συνθήκες που οδηγούν έναν άνθρωπο να δράσει έτσι: η Ελλάδα της Χούντας, της πολιτικής και καλλιτεχνικής φίμωσης, των κοινωνικών ανισοτήτων, της καταδίκης πολιτικών πεποιθήσεων, των πολιτικών βασανιστηρίων και δολοφονιών και της κοινωνικής καταπίεσης, που δεν επιτρέπει συλλογικούς τρόπους έκφρασης και καλλιεργεί ατομικές εξεγέρσεις και βίαια ξεσπάσματα. Εδώ είναι που έρχεται η καταλυτική παρουσία της Κατερίνας Γώγου, που πρωταγωνιστεί παράλληλα κι όχι μέσα στην ιστορία, κι εμφανίζεται απαγγέλοντας τα ποιήματά της, χορεύοντας, κλαίγοντας, φωνάζοντας. Στα ποιήματά της αφουγκράζεται την πραγματικότητα γύρω της μέσα από τις δικές της εμπειρίες και παίρνει ξεκάθαρη πολιτική θέση: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος…».
Ο κίνδυνος που υπάρχει όταν μια τέτοια ιστορία γίνεται ταινία, είναι η ηρωοποίηση και η μυθοποίηση του εγκληματία, κι εκεί είναι που χάνει ο θεατής την ουσία. Δυστυχώς, στην Παραγγελιά, αφήνονται πολλά περιθώρια μυθοποίησης του Κοεμτζή, άσχετα από τις αρχικές προθέσεις του Τάσιου. Ο Γ.Σολδάτος (ιστορικός του ελλ/κού κιν/φου) γράφει σε μια κριτική του: «Πρόκειται για την ιστορία των Κοεμτζήδων που, αν και κοινοί εγκληματίες κατά την ερμηνεία του ποινικού κώδικα, οι πράξεις τους μυθοποιήθηκαν και οι ίδιοι άρχισαν να εξασκούν περίεργη γοητεία, αρχικά στο περιθώριο κι αργότερα προς τη μεριά των διανοούμενων και της νεολαίας. Κύριοι συντελεστές αυτού του μύθου υπήρξαν οι εφημερίδες, με την έντονη προβολή της περίπτωσης, κι αργότερα ο Δ.Σαββόπουλος με το περίφημο ζεϊμπέκικο. Η ίδια η στάση του Κοεμτζή σ’όλο το επεισόδιο του κέντρου και το μαχαίρωμα των θαμώνων, στάση ατομικής εξέγερσης και απόλυτης περιφρόνησης των θυμάτων του, ξυπνάει πλήθος απωθημένα σ’όλους αυτούς που θα’θελαν κάτι να’ναι κι αυτοί στη ζωή τους και δεν είναι τίποτα.»
Η ταινία του Τάσιου θα είχε ελάχιστο ενδιαφέρον και νόημα ύπαρξης αν απλώς έστηνε μια αναπαράσταση του εγκλήματος, με ύφος ντοκυμαντερίστικο. Δεν έχει τέτοιο σκοπό όμως ο σκηνοθέτης. «Είμαι μαζί του στο βαθμό που δεν τον αφήνουν να εκφραστεί ελεύθερα και επαναστατεί η καταπιεσμένη του φύση» δηλώνει ο Τάσιος, θέλοντας να πάρει αποστάσεις από τυχόν ταυτίσεις με τον δράστη. Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία του έργου. Δεν τίθεται θέμα αν αυτό που έκανε ο Κοεμτζής ήταν σωστό ή λάθος. Τίθεται όμως θέμα ποια είναι η κοινωνία και οι συνθήκες που οδηγούν έναν άνθρωπο να δράσει έτσι: η Ελλάδα της Χούντας, της πολιτικής και καλλιτεχνικής φίμωσης, των κοινωνικών ανισοτήτων, της καταδίκης πολιτικών πεποιθήσεων, των πολιτικών βασανιστηρίων και δολοφονιών και της κοινωνικής καταπίεσης, που δεν επιτρέπει συλλογικούς τρόπους έκφρασης και καλλιεργεί ατομικές εξεγέρσεις και βίαια ξεσπάσματα. Εδώ είναι που έρχεται η καταλυτική παρουσία της Κατερίνας Γώγου, που πρωταγωνιστεί παράλληλα κι όχι μέσα στην ιστορία, κι εμφανίζεται απαγγέλοντας τα ποιήματά της, χορεύοντας, κλαίγοντας, φωνάζοντας. Στα ποιήματά της αφουγκράζεται την πραγματικότητα γύρω της μέσα από τις δικές της εμπειρίες και παίρνει ξεκάθαρη πολιτική θέση: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος…».
Ο κίνδυνος που υπάρχει όταν μια τέτοια ιστορία γίνεται ταινία, είναι η ηρωοποίηση και η μυθοποίηση του εγκληματία, κι εκεί είναι που χάνει ο θεατής την ουσία. Δυστυχώς, στην Παραγγελιά, αφήνονται πολλά περιθώρια μυθοποίησης του Κοεμτζή, άσχετα από τις αρχικές προθέσεις του Τάσιου. Ο Γ.Σολδάτος (ιστορικός του ελλ/κού κιν/φου) γράφει σε μια κριτική του: «Πρόκειται για την ιστορία των Κοεμτζήδων που, αν και κοινοί εγκληματίες κατά την ερμηνεία του ποινικού κώδικα, οι πράξεις τους μυθοποιήθηκαν και οι ίδιοι άρχισαν να εξασκούν περίεργη γοητεία, αρχικά στο περιθώριο κι αργότερα προς τη μεριά των διανοούμενων και της νεολαίας. Κύριοι συντελεστές αυτού του μύθου υπήρξαν οι εφημερίδες, με την έντονη προβολή της περίπτωσης, κι αργότερα ο Δ.Σαββόπουλος με το περίφημο ζεϊμπέκικο. Η ίδια η στάση του Κοεμτζή σ’όλο το επεισόδιο του κέντρου και το μαχαίρωμα των θαμώνων, στάση ατομικής εξέγερσης και απόλυτης περιφρόνησης των θυμάτων του, ξυπνάει πλήθος απωθημένα σ’όλους αυτούς που θα’θελαν κάτι να’ναι κι αυτοί στη ζωή τους και δεν είναι τίποτα.»
Θεοδώρου Χριστόφορος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου